απόλιγο
Смотреть что такое "απόλιγο" в других словарях:
απόλιγο — κ. λίγο κ. λιγού (Μ ἀπόλιγο[ν]) επίρρ. 1. λίγο λίγο 2. λίγο, ελάχιστα 3. κατά αραιά διαστήματα … Dictionary of Greek
απόλιγο — κ. λίγο κ. λιγού (Μ ἀπόλιγο[ν]) επίρρ. 1. λίγο λίγο 2. λίγο, ελάχιστα 3. κατά αραιά διαστήματα … Dictionary of Greek